- κατέγκλησις
- κατ-έγ-κλησις, ἡ, das Anklagen, die Beschuldigung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατέγκλησις — κατέγκλησις, ήσεως, ἡ (Μ) [κατεγκαλώ] ψευδής καταγγελία, διαβολή, συκοφαντία … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek